- πρόσοδος
- πρόσοδοςgoingfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πρόσοδος — Όρος που χρησιμοποιείται για το σύνολο των εσόδων που εισπράττει περιοδικά ένα πρόσωπο (τόκοι, μερίσματα, ενοίκια, διατροφές κλπ.), ή γενικότερα για το εισόδημα που έχει κάποιος χωρίς να εργάζεται. Στην οικονομία η π. (ή συνηθέστερα η έγγεια π.) … Dictionary of Greek
πρόσοδος — η 1. εισόδημα από ακίνητο κτήμα. 2. γενικά εισόδημα: Οι πρόσοδοι της οικογένειας είναι περιορισμένες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ισόβια πρόσοδος — (Νομ.). Η υποχρέωση παροχής, με σύμβαση ή με χαριστική πράξη (δωρεά, διαθήκη) περιοδικών καταβολών –σε χρήμα ή άλλα αντικαταστατά πράγματα– σε όλη τη ζωή του δικαιούχου ή του οφειλέτη ή ενός τρίτου προσώπου (άρθρο 840 Α.Κ.). Κατά κανόνα, το ποσό… … Dictionary of Greek
προσόδοις — πρόσοδος going fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσόδοισι — πρόσοδος going fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσόδοισιν — πρόσοδος going fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσόδου — πρόσοδος going fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσόδους — πρόσοδος going fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσόδων — πρόσοδος going fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσόδῳ — πρόσοδος going fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)